’ Η Αγορά Ελαιολάδου στην Κύπρο

cyprus_olive_oil2.jpg

Η ιδιαιτέρως δυσμενής οικονομική συγκυρία για τη χώρα αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην κατανάλωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που παρουσιάσθηκαν κατά το τελευταίο συνέδριο κυπριακού λιανικού εμπορίου (Λευκωσία, 15.05.2013), η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να υποχωρήσει κατά 15% το 2013 και κατά 10% το 2014. Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, το διαθέσιμο εισόδημα των Κυπρίων καταναλωτών υπολογίζεται ότι θα μειωθεί το 2013 κατά 20%, ενώ το ίδιο έτος ο συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται ότι θα μειωθεί κατά 5,8%, λόγω κυρίως της εκτιμώμενης μείωσης του αριθμού των ξένων υπηκόων. Αυτά επισημαίνονται σε μελέτη του γραφείου ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κύπρο της οποίας τα κυριότερα σημεία παρατίθενται στην συνέχεια.

1 Χαρακτηριστικά κυπριακής αγοράς και διατροφικές συνήθειες

Το ελαιόλαδο δεν περιλαμβανόταν στις διατροφικές συνήθειες των Κυπρίων καταναλωτών. Η επιρροή της βρετανικής κουλτούρας, αλλά και η σχετικά μικρή παραγωγή ελαιολάδου (μέχρι το 1992) είχαν ως αποτέλεσμα τη συχνή χρήση, κυρίως, της μαργαρίνης στο μαγείρεμα και των φυτικών ελαίων στις σαλάτες. Ωστόσο, το ελαιόλαδο εντάσσεται, σταδιακά, στις διατροφικές συνήθειες των Κυπρίων καταναλωτών, γεγονός στο οποίο έχει συμβάλει και η κατάργηση του σχετικού εισαγωγικού δασμού, το 2004, με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έκτοτε, η κατανάλωση ελαιολάδου στην Κύπρο έχει ανοδική τάση (με εξαίρεση μια μεγάλη κάμψη το διάστημα 2007-2009), ενώ ειδικότερα οι εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου από την Ελλάδα σημείωναν συνεχή άνοδο έως και το 2009 (με εξαίρεση το 2007). Το 2010 μειώθηκαν σημαντικά, για να διατηρηθούν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο μέχρι και το 2012 (βλ. κατωτέρω).
Ιδιαίτερο ρόλο στη σημειωθείσα αύξηση της κατανάλωσης διεδραμάτισε και το ενισχυμένο τουριστικό ρεύμα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΥΣΤΑΤ, ο αριθμός των αφίξεων τουριστών (το 2012) ανήλθε σε 2.494.908 έναντι 2.392.228 (το 2011), σημειώνοντας άνοδο της τάξεως του 3%, με κύριες χώρες προέλευσης το Ηνωμένο Βασίλειο (959.463), τη Ρωσία (474.426), τη Γερμανία (144.407) και την Ελλάδα (132.990).

2 Εισαγωγές και κατανάλωση

Οι εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου στην Κύπρο σημείωσαν το 2012 αύξηση της τάξης του 1,46% (σε σχέση με το 2011), μετά από μία σημαντική μείωση ύψους 17,3% το προηγούμενο έτος. Οι εισαγωγές από Ελλάδα σημείωσαν μικρή μείωση (-1,39%) το 2012 σε σχέση με το 2011. Παράλληλα, περιορίσθηκε σε μικρό βαθμό και το ποσοστό συμμετοχής τους στο σύνολο των κυπριακών εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου από 89,68% (2011) σε 87,16%.
Η μέση τιμή του εισαγόμενου παρθένου ελαιολάδου αυξήθηκε από €2,46/κιλό (2011) σε €2,53/κιλό. Παράλληλα, η μέση τιμή του εισαγόμενου από Ελλάδα παρθένου ελαιολάδου κινήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα, ανερχόμενη από €2,41/κιλό (2011) σε €2,63/κιλό.
Όσον αφορά στην κατανάλωση ελαιολάδου στην Κύπρο, θα πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μεγάλος αριθμός τουριστών, ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο. Σημαντική αύξηση στην κατανάλωση ελαιολάδου σημειώθηκε κατά το διάστημα 2004-2007 (από 6,8 σε 8,2 χιλ. τόνους ετησίως), ενώ μετά από μία σημαντική κάμψη τη διετία που ακολούθησε (έως και 4,1 χιλ. τόνους ετησίως), επανήλθε η ανοδική τάση (5 και 6 χιλ. τόνους ετησίως), για να σταθεροποιηθεί στους 6,3-6,5 χιλ. τόνους ετησίως το διάστημα 2010-2012.
Παρά την ανοδική και τα τελευταία χρόνια σταθερή τάση στην κατανάλωση ελαιολάδου, η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση στην Κύπρο, σε σύγκριση με την κατανάλωση που παρατηρείται στις χώρες της Μεσογείου και ειδικότερα στην Ελλάδα, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σε σχετική παγκύπρια έρευνα, που διενεργήθηκε από ιδιωτική εταιρεία για λογαριασμό του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ), το ελαιόλαδο και οι ελιές ελληνικής προέλευσης, σε μία κλίμακα αξιολόγησης από το 1-5, απέσπασαν τις ιδιαίτερα θετικές προτιμήσεις των καταναλωτών (3,6-4,1 αντίστοιχα). Συγκεκριμένα, το 22% των ερωτηθέντων κρίνει πολύ θετικά το ελληνικό ελαιόλαδο, ενώ όσον αφορά στις ελιές, το 33% των ερωτηθέντων τις κρίνει θετικά, το 17% έχει ουδέτερη άποψη και μόλις το 12% αρνητική.

3 Παραγωγή

Ιδιαίτερη σημασία δίδεται, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, από τις αρμόδιες κυπριακές Αρχές στη στοχευμένη ενίσχυση της ελαιοκομίας και της παραγωγής ελαιολάδου. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την τελευταία (17η) Παγκύπρια Αγροτική Έκθεση (19-23.10.2011), διοργανώθηκε ο πρώτος Παγκύπριος Διαγωνισμός Εξαιρετικά Παρθένου Ελαιολάδου, με στόχο να λειτουργήσει ως κίνητρο για τη βελτίωση της ποιότητας του κυπριακού ελαιολάδου, ενώ στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 προβλέπονται μέτρα και δράσεις για τη βελτίωση της πρωτογενούς παραγωγής στον τομέα της ελαιοκαλλιέργειας, μέσω επενδύσεων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και στην αναβάθμιση της ποιότητας της μεταποιητικής δραστηριότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η επιχορήγηση σε ελαιοτριβείο μπορεί να ανέλθει έως και στο 40%.
Η ετήσια παραγωγή ελαιολάδου στην Κύπρο ανήλθε, κατά την περίοδο 2011-2012, σε 5,6 χιλ. τόνους σημειώνοντας μείωση της τάξης του 13,8% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Σύμφωνα με παραγωγούς, αρνητική επίδραση στην κυπριακή ελαιοπαραγωγή έχουν η πτώση της τιμής του ελαιολάδου στην αγορά, λόγω των εισαγωγών σε χαμηλότερες τιμές από αυτές των ντόπιων παραγωγών, καθώς και η επιβολή υψηλού ΦΠΑ.
Σύμφωνα με τα υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία, τα προϊόντα της ελιάς αποτελούν το 3% του συνολικού όγκου παραγωγής των κυριότερων γεωργικών προϊόντων στην Κύπρο (μ.ο. 6.000 τ. ελαιολάδου και 10.000 τ. ελιάς), ενώ η αξία τους σε τρέχουσες τιμές παραγωγού ανέρχεται στο 9%. Οι ελαιώνες στην Κύπρο καλύπτουν έκταση 12.000 χιλ. εκταρίων, που αντιστοιχεί στο 36% των μονίμων καλλιεργειών. Ο συνολικός αριθμός των ελαιόδεντρων υπολογίζεται σε 2,7 εκ.. Η βιολογική ελαιοκαλλιέργεια στην Κύπρο, παρότι δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί σημαντικά, καλύπτει σχεδόν το 39% του συνόλου των βιοκαλλιεργειών στη χώρα.

4 Τιμές - συσκευασίες ελαιολάδου και πρόσβαση σε κυπριακή αγορά

Οι τιμές του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, το 2013 (καταγραφή 19.08.2013), διατηρούνται στα ίδια επίπεδα με το 2012 (καταγραφή 10.09.2012), ενώ παρατηρούνται και κάποιες προσφορές σε ελαιόλαδα τόσο κυπριακής, όσο και ελληνικής προέλευσης (βλ. σχετ. πίνακα κατωτέρω). Επισημαίνουμε την είσοδο στο «ράφι» της υπεραγοράς και νέων ετικετών ελαιολάδου κυπριακής και ελληνικής προέλευσης. Παρατίθεται, κατωτέρω, συγκριτικός πίνακας τιμών ελαιολάδου (Αυγ. 2013 - Σεπτ. 2012 - Δεκ. 2011 - Απρ. 2010) στην υπεραγορά «ΑΛΦΑ ΜΕΓΑ» (αλυσίδα υπεραγορών με προϊόντα που απευθύνονται στην μεσαία-ανώτερη οικονομικά ομάδα καταναλωτών).
Σημειώνουμε ότι η συσκευασία που διακινείται, σε μεγάλο βαθμό, από τις υπεραγορές, αλλά και που προτιμάται από τους καταναλωτές, είναι αυτή του ενός λίτρου. Πέραν πάντως των καθιερωμένων σημείων πώλησης ελαιολάδου στην Κύπρο (ήτοι, υπεραγορές, μικρά παντοπωλεία, συνοικιακά περίπτερα - mini markets), το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο έχει εισαχθεί και σε νέα κυπριακά καταστήματα ποιοτικών εδεσμάτων (DELICATESSEN), γεγονός το οποίο συμβάλλει στην καλύτερη προβολή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του προϊόντος, με απήχηση στη μεσαία και ανώτερη οικονομικά ομάδα καταναλωτών. Παράλληλα, το ελαιόλαδο διατίθεται και σε ξενοδοχεία - εστιατόρια από κυπριακές εταιρείες διανομής.
Η κατανομή των σημείων λιανικής πώλησης τροφίμων στην Κύπρο διαμορφώνεται ως εξής: υπεραγορές, μικρά παντοπωλεία, συνοικιακά περίπτερα (convenience stores) και φούρνοι. Παράλληλα, η διάθεση των τροφίμων σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και cafés γίνεται από κυπριακές εταιρείες διανομής που δραστηριοποιούνται στο food service’
Η πρόσβαση στην κυπριακή αγορά είναι δυνατή (α) μέσω χονδρεμπόρων, που είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι εισαγωγείς στον τομέα των τροφίμων και συνήθως αναλαμβάνουν τη διανομή των προϊόντων αυτών στα ανωτέρω σημεία διάθεσης και (β) απευθείας από τον Έλληνα παραγωγό-μεταποιητή, ο οποίος προμηθεύει συνεταιρισμούς, αλλά και βιομηχανίες τυποποίησης ελαιολάδου σε συσκευασία χύδην (bulk).

5 Προτάσεις προώθησης ελαιολάδου

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, στην περαιτέρω προώθηση - προβολή του ελληνικού ελαιολάδου στην Κύπρο δύνανται να συμβάλουν οι ακόλουθες ενέργειες:
(α) Η προβολή των ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών του μέσα από τη συστηματική συμμετοχή στις εκθέσεις τροφίμων και γαστρονομίας που διοργανώνονται στη χώρα.
(β) Η διοργάνωση εκδηλώσεων γευσιγνωσίας σε μεγάλες τουριστικές μονάδες, κατά τους θερινούς μήνες, θα συνέβαλε στην περαιτέρω προώθηση του ελληνικού ελαιολάδου και σε τουρίστες (κυρίως Βρετανούς και Ρώσους), καθώς και στην ενημέρωσή τους για την ποιοτική υπεροχή και τη διατροφική του αξία.
(γ) Η ανάληψη διαφημιστικών προωθητικών ενεργειών.