Μέση πτώση της παραγωγής 5,5 χιλ. τόνοι ανά έτος
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, 15-04-2019, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σαφής είναι η πτώση της παραγωγής ελαιολάδου στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια, με παράγοντες της αγοράς να επισημαίνουν την ανάγκη λήψης θαρραλέων μέτρων για το “υγρό” χρυσάφι της ελληνικής γης.
Αυτό επισημαινεται στα πλαίσια μεγάλης έρευνας του Αθηναϊκού - Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και του δημοσιογράφου Θανάση Τσίγγανα για το ελαιόλαδο, οπου παρουσιάστηκαν θέσεις ειδικών μεταξύ των οποίων ο δρ Γεωπονίας και επιστημονικός υπεύθυνος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, Νίκος Μιχελάκης.
Συμφωνα με την ερευνα αυτή, οι ελαιώνες στην Ελλάδα καλύπτουν το 60% του καλλιεργούμενου εδάφους. Ο μεγαλύτερος αριθμός ελαιόδεντρων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στη Μεσσηνία (13,5 εκατομμύρια), τον νομό Ηρακλείου (13,3 εκατομμύρια) και την Λακωνία (10,9 εκατομμύρια). Στους νομούς Λέσβου, Χανίων, Ηλείας, Φθιώτιδας, Εύβοιας, Μαγνησίας, Αιτωλοακαρνανίας, Κέρκυρας κι Αχαΐας ο συνολικός αριθμός των ελαιόδεντρων είναι 46,4 εκατομμύρια.
Η Κρήτη και η Πελοπόννησος παράγουν το 74% του ελληνικού ελαιολάδου. Η Κρήτη εξακολουθεί να είναι περισσότερο παραγωγική με ποσοστό περίπου στο 39%, αλλά με καθοδικές τάσεις και η Πελοπόννησος με 35%. Ακολουθούν λοιπή Στερεά και Εύβοια 10%, νησιά του Αιγαίου 4%, Ιονίου 3%, Μακεδονία 3%, Θεσσαλία 2%, Ήπειρος 2%, Θράκη 1% και Αττική 1%.
Κατά τον κ. Μιχελάκη, δύο είναι σήμερα οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το κρητικό αλλά και για το σύνολο του ελληνικού ελαιολάδου στον τομέα της παραγωγής:
• Ο κίνδυνος υποβάθμισης της υψηλού επιπέδου ποιότητας που είχαμε ως χώρα (95% και άνω έξτρα παρθένο) εξαιτίας κυ-ρίως της αδυναμίας για ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος του δάκου
•Η μειωμένη τιμή που παρατηρείται στα ποιοτικά ελαιόλαδα.
«Η πτώση της παραγωγής ελαιολάδου ποσοτικά ειδικά στην Κρήτη είναι σαφής τα τελευταία χρόνια» απάντησε ο κ. Μιχελάκης σε σχετική ερώτηση. Από τα στοιχεία της παραγωγής της τελευταίας 15ετίας προκύπτει μια μέση πτώση της τάξεως των 5,5 χιλ. τόνων ανά έτος. Βασικοί λόγοι η εγκατάλειψη της καλλιέργειας ελαιώνων των ορεινών και ημιορεινών περιοχών και η μη αποζημίωση των απωλειών από ΕΛΓΑ και ΠΣΕΑ που προκάλεσαν ακραίες καιρικές συνθήκες», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μιχελάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη απαιτούνται: Πρώτον, ειδικά προγράμματα στήριξης των παραδοσιακών ελαιώνων των ορεινών και ημιορεινών περιοχών λόγω της ιδιαίτερης περιβαλλοντικής και κοινωνικής αξίας τους και δεύτερον αναθεώρηση αρκετών άρθρων των ΕΛΓΑ ώστε να καλύπτει και τις ζημιές από καύσωνες η ξηρασία κατά την Άνοιξη που προκαλούνται στην νότια Ελλάδα.
Το κρητικό λάδι είναι μονίμως στο στό¬χαστρο των Ιταλικών εταιριών τυποποίησης και όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός υπεύθυνος του ΣΕΔΗΚ «το φαινόμενο της εξαγωγής χύμα από την Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα συνεχίζεται σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό. Οι εξαγωγές σε χύμα την τελευταία 10ετία αποτελούν το 75% του συνόλου των εξαγωγών ελαιολάδου. Γίνονται κυρίως στην Ιταλία, αλλά τελευταία χύμα άρχισαν να αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες και η Γερμανία και οι ΗΠΑ!».
Οι εξαγωγές τυποποιημένου λαδιού από την Κρήτη, είναι κατά μέσο όρο γύρω στις 9.000 τον/έτος και αυξάνονται με ένα ρυθμό περίπου 1.000 τον/έτος, που είναι απογοητευτικός. Η αύξηση των εξαγωγών τυποποιημένου απαιτεί την δημιουργία μεγάλων μονάδων τυποποίησης, κυρίως Συνεταιριστικών, αλλά και ιδιωτικών, οι οποίες να μπορούν να έχουν μειωμένο ανά μονάδα προϊόντος, κόστος προβολής και διακίνησης.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ, 641 τυποποιητικές επιχειρήσεις από τις οποίες 133 βρίσκονται στην Κρήτη. Έτσι ο μέσος όρος δυναμικότητας τους πχ στην Κρήτη είναι σήμερα 210 τόνοι/έτος. Και αν ακόμη εξήγαγαν τυποποιημένο όλο το ελαιόλαδο, δηλαδή και το χύμα, η μέση δυναμικότητά τους θα ήταν 278 τόνοι /έτος που και πάλι είναι απαγορευτική για κάλυψη εξόδων προβολής και διακίνησης.
Έτσι, οι μικρές επιχειρήσεις τυποποίησης και εξαγωγής επειδή δεν αντέχουν το κόστος προβολής απευθύνονται αναγκαστικά σε mini markets και όχι μεγάλες αλυσίδες διανομής. Η διόρθωση της κατάστασης απαιτεί μέ¬τρα πολιτικής για ενίσχυση μεγάλων, κυρίως Συνεταιριστικών, μονάδων οι οποίες θα πρέπει να εξάγουν με συμμετοχή των παραγωγών και στις δαπάνες τυποποίηση (με την προσφορά του προϊόντος τους χωρίς άμεση πληρωμή) αλλά και στην υπεραξία της τυποποίησης. Συνεταιρισμοί που λειτουργούν χωρίς εποπτεία και όπως οι ιδιώτες , αγοράζοντας από τους παραγωγούς λάδι για να το πουλήσουν μετά τυποποιημένο, είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν.
ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
«Ο προσανατολισμός στην ποιότητα είναι μονόδρομος» δήλωσε από μεριάς του ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς Κρήτης, Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης. «Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τη μαζική ισπανική παραγωγή παρθένου ελαιολάδου. Χρειαζόμαστε δικό μας σχέδιο και στρατηγική για την ελαι¬οκομία...» επισημαίνει.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κλάδος των εθνικών προϊόντων, του ελαιόλαδου και της ελιάς, των καρπών που διατρέχουν το φυτικό DNA της Ελλάδας δέχεται «απανωτά χτυπήματα» κι από πολλές πλευρές και παρά τις λάμψεις αισιοδοξίας, που καταγράφονται συχνά-πυκνά για τη δυναμική και την εξαιρετική ποιότητα τους, η Ελλάδα χάνει σημαντικό έδαφος στο παγκόσμιο εμπόριο του ελαιολάδου.