Σοβαρές προοπτικές για την’  προώθηση του Κρητικού ελαιολάδου

Σημαντικες επισημάνσεις’  και προτάσεις στην ημερίδα για την προώθηση της εμπορίας του ελαιολάδου στο Ρέθυμνο

Ρεθεμνιώτικα Νέα: 2.10.13 -Ελπίδα Αριστείδου

Σοβαρές είναι οι προοπτικές που υπάρχουν για την προώθηση και εμπορία του κρητικού ελαιολάδου, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συντονισμός, οργάνωση και συνεργασία με imerida1.jpgπαραγωγούς, τοπικούς φορείς, και την κεντρική πολιτεία, ώστε το δημοφιλές και ποιοτικό προϊόν του νησιού να μπορέσει να κερδίσει μια καλή θέση στα ράφια των αγορών του εξωτερικού.

Αυτό επισημάνθηκε στη διάρκεια της χθεσινής παγκρήτιας επιστημονικής ημερίδας, που διοργάνωσε ο ΣΕΔΗΚ σε συνεργασία με το υπουργείο Γεωργίας της Κύπρου, την Περιφέρεια Κρήτης και τον Δήμο Ρεθύμνου. Οι μεμονωμένες προσπάθειες δεν είναι ο προσφορότερος τρόπος για να προωθηθεί το τοπικό μας προϊόν, ένα προϊόν «χρυσάφι» και αναγνωρισμένο παγκοσμίως, στις διεθνείς αγορές. Χρειάζονται βήματα σταθερά αλλά αποφασιστικά, συνένωση των παραπάνω δυνάμεων, ώστε το ελαιόλαδο του νησιού μας να κατακτήσει τη θέση που του αξίζει.
imerida2.jpg
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι ομιλητές της χθεσινής εκδήλωσης υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα ενιαίας πιστοποιημένης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ), που θα δώσει, όπως τόνισαν, νέα ώθηση στην προώθηση του προϊόντος, καθώς θα συμβάλλει καθοριστικά στην προβολή του, στην αναγνωσιμότητά του επιφέροντας παράλληλα οικονομικά οφέλη για το νησί, κάτι που αποτελεί στόχο για την Κρήτη.

Δεν είναι δυνατόν ένα προϊόν, του οποίου η διατροφική αλλά και θεραπευτική αξία έχει επανειλημμένως επισημανθεί και αναγνωριστεί από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, να μην μπορέσει να βγει έξω από τα σύνορα της Κρήτης. Η προώθηση και εμπορία του ελαιολάδου ήταν το αντικείμενο της χθεσινής παγκρήτιας επιστημονικής ημερίδας που διοργάνωσε ο ΣΕΔΗΚ, η Περιφέρεια Κρήτης και ο Δήμος Ρέθυμνου, στο πλαίσιο του διασυνοριακού προγράμματος Ελλάδα-Κύπρος. Συγκεκριμένα η ημερίδα αυτή αποτέλεσε μέρος του έργου «Αναβάθμιση ποιότητας και προώθηση εμπορίας ελαιολάδου», το οποίο υλοποιεί ο ΣΕΔΗΚ σε συνεργασία με το υπουργείο Γεωργίας Κύπρου στα πλαίσια του Προγράμματος Διασυνοριακής Συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου».

Κύριος στόχος της εκδήλωσης ήταν μέσα από την εμπειρία, τη γνώση και τις απόψεις των ειδικών να τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης οι όροι και προϋποθέσεις της τυποποίησης του ελαιολάδου και τα προσεχτικά και συντονισμένα βήματα, τα οποία πρέπει να ακολουθηθούν, προκειμένου ο στόχος να επιτευχθεί και το κρητικό ελαιόλαδο να κερδίσει επάξια μια θέση στα ράφια των ξένων αγορών.

mpoukalia-imerida.jpgΟ πρόεδρος του ΣΕΔΗΚ Γ. Μαρινάκης αναφέρθηκε στην κρισιμότητα της συγκυρίας κατά την οποία συζητείται το θέμα της προώθησης του ελαιολάδου υποστηρίζοντας πως η ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα έχει αποδειχθεί ουσιαστική. Ο κ. Μαρινάκης επεσήμανε την θρεπτική και όχι μόνο αξία του κρητικού ελαιολάδου σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Πάντα η Κρήτη παράγει λάδι, είναι μία ιστορία χιλιάδων χρόνων, είναι επίσης βέβαιον ότι ποτέ δεν έχουμε εισπράξει την υπεραξία αυτού του φοβερού προϊόντος σε αξία θρεπτική, διατροφική και αν θέλετε υγιεινής διατροφής και νομίζω ότι είναι η ώρα να βάλουμε τις βάσεις για σωστή προώθηση του ελαιολάδου. Θέλω να πω όμως ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευχάριστα, οπότε να μην πάμε από τη μία άκρη στην άλλη. Από εκεί που πουλούσαμε χύμα το λάδι να γίνουμε ξαφνικά όλοι τυποποιητές και έμποροι γιατί αυτό θα δημιουργήσει υπαξία του προϊόντος. Θέλει μια πολύ καλή προετοιμασία, θέλει συνένωση δυνάμεων και να βγούμε δυνατοί στην αγορά, γιατί διαφορετικά θα φτάσουμε στην απαξίωση της όλης προσπάθειας. Οι ανθρώποι από όλο το φάσμα ειδικοτήτων σε σχέση με το ελαιόλαδο κάνουν μια πολύ καλή ενημέρωση προκειμένου να δούμε τα λάθη που έχουμε κάνει μέχρι τώρα, τις αδυναμίες αλλά και τις προοπτικές που σίγουρα υπάρχουν για μια καλή προώθηση του προϊόντος μας».

Αναφερόμενος στα βήματα που έχουν γίνει σε Κρήτη και Κύπρο για την προώθηση του ελαιολάδου τόνισε πως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και για τα δύο νησιά, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «Και στην Κύπρο και στην Κρήτη έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε, στην Κύπρο μάλιστα πολύ περισσότερο, γιατί εκεί δεν έχει μπει στη διατροφή και την ημερήσια πρακτική η κατανάλωση αγνού παρθένου ελαιολάδου. Του συστατικού δηλαδή που ξεχωρίζει και κάνει διακριτή τη δικιά μας διατροφή από τις υπόλοιπες διατροφές της Μεσογείου. Αν ο δρόμος είναι καλός και οδηγήσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα αυτό εξαρτάται από τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε το όλο εγχείρημα. Είναι αλήθεια ότι αυτή η κρίση γεννάει ιδέες και δημιουργεί και νέες προοπτικές για να ξαναδούμε με άλλο μάτι πολλά πράγματα απ’ ότι τα βλέπαμε μέχρι τώρα. Θέλει όμως σύστημα, οργάνωση και καλή διερεύνηση των συνθηκών και λύσεις και από το κράτος και από την τραπεζική αγορά. Γιατί και αυτό είναι ένα τμήμα του εμπορείου το οποίο χωρίς τραπεζική στήριξη είναι δύσκολο να επιβιώσει».

Για την παραγωγή και εμπορία ελαιολάδου στην Κύπρο, τα προβλήματα και τις προοπτικές μίλησε η κ. Ευθυμία Δεσποτάκη, λειτουργός Γεωργίας στο Τμήμα Γεωργίας του υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος της Κύπρου, η οποία μεταξύ άλλων υπογράμμισε: «Βρισκόμαστε εδώ στα πλαίσια του προγράμματος αναβάθμιση της ποιότητας και προώθηση της εμπορίας του ελαιολάδου στην Κρήτη και την Κύπρο. Στόχος μας είναι η προώθηση της εμπορίας και η αναβάθμιση του ελαιοκομικού προϊόντος και στις δύο χώρες μέσω ανταλλαγής απόψεων και εμπειρογνωμοσύνης. Οπωσδήποτε στη συνείδηση των Κρητικών το ελαιόλαδο βρίσκεται σε υψηλότερη θέση απ’ ότι στην Κύπρο, όμως και στην Κύπρο είναι μια παραδοσιακή καλλιέργεια, γιατί και η Κύπρος είναι μια Μεσογειακή χώρα που το ελαιόδεντρο είναι μέρος της ιστορίας μας. μέσω του προγράμματος θα προσπαθήσουμε να προωθήσουμε το προϊόν».

Ο κ. Νίκος Κατσαρός, πρώην πρόεδρος του ΕΦΕΤ και διευθυντής Διατροφολογίας στο New York College στην εισήγησή του αναφέρθηκε στο ρόλο των διατροφικών προτύπων, των προϊόντων πιστοποιημένης ονομασίας προέλευσης και πιστοποίηση γεωγραφικής ένδειξης και μεταξύ άλλων σε δηλώσεις του τόνισε: «Το ελαιόλαδο και ιδιαίτερα το ελαιόλαδο Κρήτης είναι ένα από τα καλύτερα προϊόντα στον κόσμο. Είναι το μοναδικό φυσικό προϊόν, το οποίο δεν παστεριώνεται, το οποίο δεν υφίσταται καμία επεξεργασία και έχει τα περισσότερα αντιοξειδωτικά και τις περισσότερες υγιεινές ιδιότητες από κάθε άλλο προϊόν. Πριν από μερικούς μήνες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανέφερε ότι η Ελληνική Διατροφή - η Μεσογειακή Διατροφή με βάση το ελαιόλαδο αποτελεί μία από τις καλύτερες διατροφικές πολιτικές στον κόσμο. Για τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης και ιδιαίτερα για το ελαιόλαδο είναι πολύ σημαντικό ολόκληρη η Κρήτη να έχει μία ενιαία προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. Αυτό θα βοηθήσει πάρα πολύ στην μεγαλύτερη προβολή του προϊόντος, στη μεγαλύτερη αναγνώριση του προϊόντος και θα έχει και μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη στην Κρήτη αλλά και θα διαδοθεί το ελαιόλαδο σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι λοιπόν το Κρητικό Ελαιόλαδο, θα πρέπει όλες οι περιοχές να ονομαστούν με τη διαδικασία που ορίζει ήδη το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σαν ΠΟΠ. Αποτελεί τον σημαντικό στόχο για ολόκληρη την Κρήτη».

Ο ίδιος μάλιστα αναφέρθηκε και στην ανακήρυξη της κρητικής διατροφής από την Ουνέσκο τον Οκτώβριο του 2012 λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό το πολύ σημαντικό γεγονός στην Ελλάδα δυστυχώς αγνοείται. Πρέπει από την Κρήτη να ξεκινήσει μια εκστρατεία σε ολόκληρη την Ελλάδα και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, γιατί όταν λέμε Μεσογειακή διατροφή εννοούμε Κρητική Διατροφή με βάση το ελαιόλαδο και τα προϊόντα της ελληνικής γης. Και αυτός ο ευλογημένος τόπος, η Κρήτη, έχει όλα τα προϊόντα που συντελούν τα βασικά στοιχεία της Κρητικής Διατροφής».

Ο κ Δανέλλης, ευρωβουλευτής ήταν ομιλητής, ωστόσο δεν κατέστη εφικτό να παραστεί στη χθεσινή εκδήλωση. Στον γραπτό χαιρετισμό του για τις προϋποθέσεις βιωσιμότητας της ελαιοκομίας μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η ελιά είναι μια καλλιέργεια που είτε -σε εντατική είτε σε εκτατική μορφή καλλιέργειας -ευνοείται από τους γεωκλιματικούς παράγοντες της χώρας. Ας προχωρήσουμε λοιπόν από δω και πέρα με το βλέμμα στραμμένο στις απαιτήσεις και τις εξελίξεις στις αγορές. Η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας είναι το ζητούμενο για να επανακτήσουμε τη χαμένη κόστους παραγωγής είτε ποιοτικής διαφοροποίησης και τυποποίησης του προϊόντος. Το βέβαιο είναι ότι ο σύγχρονος αγρότης αξιοποιώντας συλλογικά σχήματα που λειτουργούν υγιώς σε επιχειρηματική βάση, μπορεί να επιτύχει και τους δύο στόχους».